Το Μπισχίνι μας

Κυριακή 5 Ιουνίου 2011

Διάφορες φωτογραφίες του Θεόδωρου Φουντή!

απόδεξιά: Γεώργιος Λακριντής, Γεώργιος Πρασσάς, πατήρ Ευστάθιος Πρασσάς, Διονυσία Πρασσά (το γένος Φουντή)
Αριστομένης Φουντής, Φώτιος Πρασσάς , Ιωάννης Φουντής του Φωτίου, Μαρίκα Φουντή, Όλγα Φουντή (το γένος Κολιαδήμα) και Θεόδωρος Φουντής

20-4-1953 .Φουντή Ιωάννης του Αθανασίου,
Φουντής Θεόδωρος, Αριστομένης, και Ιωάννης  του Φωτίου

Φώτιος και Καλλιόπη Φουντή το γένος Δημοπούλου (Ζέκου)

Διονύσιος Γεωργακόπουλος του Αντρέα (πρωτοδίκης)

Εξ αριστερών: Γεωργόπουλος Πέτρος, Γεωργακόπουλος Ιωάννης, Φουντής Θεόδωρος, Φουντής Αριστομένης, Γεωργακόπουλος Ευστάθιος (από τους αρραβώνες του ΤάκηΔασκαλάκη  του Κωνσταντίνου)

Αύγουστος 1974 - Θεόδωρος Φουντής μετά των τέκνων του Φώτη και Καλλιόπης

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2011

Μπουκουβάλα ( Τα τραγάλια του Χριστού)




Την παραμονή της  Αναλήψεως, η Νόνα μου η Τσιφοθανάσω, μου 'λεγε πάντα πως πρέπει να κοιμηθώ νωρίς, γιατί το πρωϊ θα έχουμε δουλειά.
Τι δουλειά Νόνα, τη ρωτούσα; Ταχιά θα φτιάξουμε Μπουκουβάλα έλεγε, ενώ συνέχιζε να κοσκινίζει στάχτη και να τη ρίχνει στο μπρίκι που έβραζε στη φωτιά.
Τι είναι Νόνα η Μπουκουβάλα; ρωτούσα γεμάτη περιέργεια. Τα τραγάλια του Χριστούλη, παιδί μου μου απαντούσε πρόθυμα, έτοιμη πάντα να μου λύσει  κάθε απορία μου.
Ταχιά είναι σαράντα μέρες απ΄όταν πέθανε ο Χριστός και όλες οι νοικοκυράδες, φτιάχνουν  στα σπίτια τους μιά πίτα, που τη μοιράζουν στη γειτονιά γιά το συχωρεμό του Χριστού και των πεθαμένων τους. ΄Αντε τώρα να κοιμηθείς και το πρωί με το καλό, βλέπεις πως θα τη φτιάξουμε με τη Μάνα σου.
Θυμούμαι λοιπόν τη Μάνα, το πρωί της  Αναλήψεως, να κοσκινίζει με τη  Νόνα αλεύρι στην πήλινη τσανάκα, να  βάζουν το μπρίκι με το λάδι  κοντά στη φωτιά γιά να ζεσταθεί. Μετά να σουρώνουν τη βρασμένη από το βράδυ αλισίβα, ζεστή να τη ρίχνουν στην τσανάκα με το αλεύρι και τη Μάνα με τα χέρια της να τα
τρίβει μέχρι να πάρει το αλεύρι το λάδι και την αλισίβα. Πρόσθεταν ακόμα λίγο αλάτι και ένα ποτηράκι νερό, ζεστό και αυτό. Ζύμωνε και έπλαθε η Μάνα την πίτα και την έβαζε στο λαδωμένο ταψί. Την σκέπαζε και έτρεχε να ανάψει το φούρνο με τα ξύλα.
Μέχρι να κάψει ο φούρνος, είχε ανέβει και η πίτα. Την φούρνιζε και η Ράχη μοσχοβόλαγε. Οταν ήταν έτοιμη, την έβγαζε από το φούρνο και τη σκέπαζε γιά να
ξεκουραστεί και να μαλακώσει. Πιό ύστερα την έκοβε κομματάκια, πρόσθετε λίγο λάδι και κανέλα και τη ράντιζε με πετιμέζι γιά να γλυκάνει.
Αυτά στον καιρό της κατοχής. Αργότερα αντί γιά πετιμέζι, έβαζε ζάχαρη και κάτι μικρά κόκκινα κουφετάκια , σα σκάγια- τα πουλούσε ο Παντελής στο χωριό - που έκαναν τη μπουκουβάλα πιό γλυκιά και πιό νόστιμη!
Τη Μπουκουβάλα ακόμα και σήμερα συνηθίζουν να την φτιάχνουν στο Μπισχίνι. Μόνο που οι νέες νοικοκυρές άλλαξαν λίγο τη συνταγή, προς το καλύτερο βέβαια.
Ετσι τώρα η Μπουκουβάλα μας είναι πιό γλυκιά, πιό τραγανή, πιό νόστιμη! Ο σκοπός της παρασκευής της όμως είναι πάντα ο ίδιος. Ο συχωρεμός του Χριστού και
των νεκρών.
Γράφω την καινούργια συνταγή, που την άκουσα από τη Μαρία συζ. Ανδρέα Γραμματικού, που  την έμαθε από την πεθερά της αείμνηστη Γεωργία του επίσης αειμνήστου
Πανάγου Γραμματικού, που κι αυτή την έμαθε από την δική της πεθερά και Νόνα μου την Τσιφοθανάσω.
 Ετσι πάνε τα έθιμα στο Μπισχίνι μέχρι σήμερα και έτσι πρέπει να συνεχίσουν να πηγαίνουν, αν θέλουμε αυτός ο τόπος να μείνει ζωντανός!
Μπουκουβάλα: Αλεύρι περίπου 1 κιλό, λάδι 1 πορήρι του κρασιού ζεστό, μπέκιν 1 κουταλάκι, μαγια 1 κουταλάκι, νερό 1 ποτηρι του κρασιού ζεστό, λίγο αλάτι.
Την αφήνουμε να ανέβει και την ψήνουμε στους 180 βαθμούς 1 περίπου  ώρα. Αφού μαλακώσει μιά περίπου ώρα σκεπασμένη, την κόβουμε μικρά κομματάκια,
της ρίχνουμε λάδι ,ζάχαρη και κανέλα και την ανακατεύουμε. η Μπουκουβάλα μας είναι έτοιμη!!


Αθανασία Γραμματικού- Ατσαλάκη.
Χανιά-Κρήτης.

Φωτογραφίες: Νεκτάριος Μακρυγιάννης