Το Μπισχίνι μας

Κυριακή 10 Μαρτίου 2024

Η πρώτη μας συνεστίαση!


Δελτίο Τύπου

Την Παρασκευή το βράδυ, στις 8 Μαρτίου 2024, με αφορμή τη μέρα για τα δικαιώματα της γυναίκας, έγινε για πρώτη φορά συνεστίαση στο Μπισχίνι, στην ταβέρνα ΑΝΤΙΠΕΙΝΑ, που διοργανώθηκε από τον Πολιτιστικό-Περιβαλλοντικό Σύλλογο Γυναικών Σχίνων.

Ο Σύλλογός μας  είναι ο μοναδικός εν’ ενεργεία σύλλογος γυναικών στην ευρύτερη περιοχή και από το 2011 έως και σήμερα δίνει τις δικές του μάχες για τον πολιτισμό, το περιβάλλον και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.  Από την πρώτη στιγμή της λειτουργίας του έθεσε έναν και μοναδικό στόχο, να κρατήσει το Μπισχίνι ζωντανό και αγωνίζεται διαρκώς γι’ αυτό μέσα σε αντίξοες συνθήκες.

Χωρίς κρατικές επιχορηγήσεις, παρά μόνο με τα έσοδα από τις εισφορές των μελών και με δωρεές ιδιωτών κατάφερε να δημιουργήσει το Λαογραφικό Μουσείο Σχίνων, το Μουσείο Μαθητικής Ζωής και Εκπαίδευσης, να εκδώσει το πρώτο βιβλίο για το Μπισχίνι, να υλοποιήσει πληθώρα εκδηλώσεων για παιδιά και για ενήλικες και το σημαντικότερο να φιλοξενήσει μαθητές της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης από την ευρύτερη περιοχή!

Σ’ αυτή την υπέροχη πρώτη συνεστίαση, στα ΑΝΤΙΠΕΙΝΑ, την ταβέρνα του χωριού μας, ανταμώσαμε μετά την πανδημία για πρώτη φορά και γλεντήσαμε με αγαπημένες φίλες και φίλους.

Πολλή τιμητική για μας η παρουσία και η στήριξη ατόμων που για πρώτη φορά ανέβαιναν στο Μπισχίνι, που γοητεύτηκαν από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική και τον όμορφο χώρο.

Πριν την έναρξη του γλεντιού και μετά από τον σύντομο χαιρετισμό της προέδρου, πήρε τον λόγο η κα Δήμητρα Στρατηγοπούλου  και απήγγειλε ένα καταπληκτικό ποίημα για την γυναίκα που είχε γράψει ο πατέρας της Χρίστος Στρατηγόπουλος. Στη συνέχεια η πρόεδρος Πανωραία Μακρή διάβασε το αγαπημένο πεζό «Τα χέρια» του Μιχάλη Γκανά. (Επισυνάπτουμε και τα δύο ποιήματα)!

Μετά ακολούθησε το γλέντι και στο τέλος της βραδιάς οι παρευρισκόμενες έλαβαν συμβολικά ένα αναμνηστικό, για να θυμούνται, να μην ξεχνάνε τον εαυτό τους.

Να ευχαριστήσουμε εδώ την κα Αντωνία Μαστρογιάννη για τις υπέροχες καριόκες, τον κο Χριστόφορο Παπαδόπουλο που προσέφερε τα ποτά, την κα Αναστασία Ζήρου και τον κο Αναστάσιο Κάπο,  που προσέφεραν τα αναψυκτικά και την κα Σίσσυ Κριτσέλη από το κατάστημα εσωρούχων «Sissis lingerie” που προσέφερε τα υπέροχα δώρα της κλήρωσης.

Θερμές ευχαριστίες και προς όσες και όσους μας στηρίζουν όλα αυτά τα χρόνια...

Στο τέλος της όμορφης βραδιάς ένας από τους συνδαιτυμόνες, μας πλησίασε με βουρκωμένα μάτια και μας είπε πως η βραδιά του θύμισε το Μπισχίνι στις καλές του μέρες και στη συνέχεια μας παρακάλεσε να μην αφήσουμε το χωριό μας, να συνεχίσουμε την προσπάθειά μας.

Κύριε Αντρέα ΔΕΣΜΕΥΟΜΑΣΤΕ !!!


ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ

ΤΑ ΧΕΡΙΑ

Κοιτάζει τα χέρια της. Πώς έγιναν έτσι; Πού βρέθηκαν τόσες φλέβες, τόσες ελιές και σημάδια, τόσες ρυτίδες στα χέρια της;

Εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της και ποτέ δεν γύρισε να τα κοιτάξει. Ούτε τότε που ήταν χλωρά, ούτε που μέστωσαν, ούτε που μαράθηκαν, ώσπου ξεράθηκαν.

Όλα αυτά τα χρόνια η έγνοια της ήταν αλλού, όχι στα χέρια της: μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί, μην το παρακάνει το βράδυ με τον άντρα της –όποτε τύχαινε, μια στις τόσες– κι ακούσει πάλι τα λόγια του, καρφί στην καρδιά της “πού τα ‘μαθες αυτά μω γυναίκα;”

Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Ξένα της φαίνονται, καθώς κάθονται άνεργα πάνω στη μαύρη ποδιά της, σαν προσφυγάκια. Έτσι της έρχεται να τα χαϊδέψει.

Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα και στα λιοπύρια, στη φωτιά, στα νερά, στα χώματα, στα κάτουρα και στα σκατά. Πέντε χρόνια κατάκοιτη η πεθερά της, αλύχτησε ώσπου να της βγει η ψυχή.

Κοιτάζει πάλι τα χέρια της. Τι θα τα κάνει; Να τα κρύψει κάτω από την ποδιά της να μην τα βλέπει, να τα χώσει στην περούκα της διπλανής, που κοιμάται με το κεφάλι γουλί, να τα βάλει στις μάλλινες κάλτσες που της έφερε ο γιος της μόλις του ‘πε ότι κρυώνει εδώ στο γηροκομείο που την έριξε η μοίρα της; Τόσα χρόνια δεν γύρισε να τα κοιτάξει και τώρα δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω τους. Κι όταν δεν τα κοιτάει ή κάνει πως δεν τα κοιτάει, την κοιτάνε αυτά.

Άνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουν δουλειά κάθονται και κοιτάνε. Δεν είναι που κοιτάνε, άσ’ τα να κοιτάνε, είναι που κοιτάνε σαν να θέλουνε κάτι. Ξέρει τι θέλουν: να τα χαϊδέψει.

Δεν θα τους κάνει τη χάρη. Ντρέπεται, γριά γυναίκα, να χαϊδεύεται στα καλά καθούμενα.

Τα κοιτάζει κλεφτά και βλέπει μια σκουριά από καφέ στο δεξί. Σηκώνεται και πάει στο μπάνιο, πιάνει το μοσχοσάπουνο και πλένει τα χέρια της. Τα πλένει, τα ξαναπλένει, δεν λέει ν’ αφήσει το σαπούνι, της αρέσει έτσι που γλιστρούν απαλά, το ένα μέσα στο άλλο, “κοίτα”, λέει, “που μ’ έβαλαν να τα χαϊδέψω θέλοντας και μη, τα σκασμένα” και γελάει από μέσα της που δεν την κοιτάνε τώρα όπως πριν, χαμένα μέσα στους αφρούς και τα χάδια, σαν να ‘χουν κλείσει τα μάτια, μην τους πάει σαπούνι και τα πάρουν τα δάκρυα. . .                                                                            

                                                                                                                       Μιχάλης Γκανάς.

Από το βιβλίο «Γυναικών-μικρές και πολύ μικρές ιστορίες», εκδόσεις Μελάνι.