Το Μπισχίνι μας

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2021

Ημερολόγιο 2021

Μια φορά κι έναν καιρό, όταν ακόμη διαφέντευαν οι Τούρκοι την πατρίδα μας, γεννήθηκε ένα παιδί που είδε να απαγχονίζουν τον πατέρα του μπροστά στα ίδια του τα μάτια. Το παιδί αυτό έζησε την επανάσταση των Ελλήνων και έμελλε να γίνει ο γενάρχης της ελληνικής ζωγραφικής. Έζησε τον εθνικό-απελευθερωτικό αγώνα και στη συνέχεια τη δημιουργία του Ελληνικού κράτους. 

Ο Πολιτιστικός-Περιβαλλοντικός Σύλλογος Γυναικών Σχίνων με σεβασμό και δέος για τον αγώνα των Ελλήνων επιλέγει αυτό τον μοναδικό πίνακα του Θεόδωρου Βρυζάκη, για να αποδώσει τιμή σε όλους τους αγωνιστές και να ευχηθεί σε όλους Υγεία, Αγάπη και Ελευθερία!!!

Παραθέτουμε λίγα ιστορικά σχετικά με τον Θεόδωρο Βρυζάκη και το έργο του.

___________________________________________________________________________


Ο Θεόδωρος Π. Βρυζάκης (Θήβα19 Οκτωβρίου 1814 – Μόναχο6 Δεκεμβρίου 1878) ήταν ένας από τους κορυφαίους Έλληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα και ο θεμελιωτής της «Σχολής του Μονάχου».

Γεννημένος στη Θήβα το 1814, επτά χρόνια πριν από την κήρυξη της Επανάστασης του 1821, ο Θεόδωρος Βρυζάκης έζησε τα σκληρά χρόνια του απελευθερωτικού αγώνα μέχρι την ίδρυση του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Μάλιστα ο πατέρας του, Πέτρος Βρυζάκης, απαγχονίστηκε από τους Τούρκους τον Μάιο του 1821, τον πρώτο καιρό του αγώνα. Σε ηλικία 18 ετών, το 1832, με την ενθάρρυνση ενός Γερμανού φιλόλογου, μετανάστευσε στο Μόναχο της Βαυαρίας, όπου έζησε μέχρι τον θάνατό του.

Στο Μόναχο άρχισε να ασχολείται με τη ζωγραφική, απεικονίζοντας σχεδόν αποκλειστικά θέματα από την Επανάσταση του 1821. Το 1844 έγινε δεκτός στην Ακαδημία του Μονάχου, λαμβάνοντας για τα επόμενα έντεκα χρόνια, μέχρι το 1855, την υποτροφία της ελληνικής παροικίας της πόλης. Κατά την δεκαετία 18451855, ταξίδεψε και έζησε σε διάφορες πόλεις της Δυτικής Ευρώπης για καλλιτεχνική ενημέρωση, με εξαίρεση τη διετία 18481850, όταν και επέστρεψε προσωρινά στην Ελλάδα. Πέθανε στο Μόναχο το 1878 και κηδεύτηκε στο τότε Α΄ Νεκροταφείο της πόλης. 

Τα έργα του Βρυζάκη θεωρούνται ως τα κατεξοχήν δείγματα των Ελλήνων ρομαντικών ζωγράφων του 19ου αιώνα, οι περισσότεροι από τους οποίους σπούδασαν στη Γερμανία και δημιούργησαν τη λεγόμενη «Σχολή του Μονάχου».  Στην εποχή τους, τα έργα του Βρυζάκη είχαν μεγάλη ζήτηση ως ζωντανές και πιστές αναπαραστάσεις της ελληνικής ιστορίας. Μερικά μάλιστα από αυτά τα έργα έγιναν από νωρίς ευρύτερα γνωστά στο κοινό χάρη στις λιθογραφίες και άλλου είδους αναπαραγωγές. Στους πίνακές του, το ενδιαφέρον του ζωγράφου επικεντρώνεται στην ενδυμασία των ατόμων και το στήσιμο της σκηνής γύρω από αυτά. Ωστόσο, αυτή η όμορφη θεατρικότητα των έργων του έχει ως αποτέλεσμα να διακρίνεται με δυσκολία κάποιο αίσθημα στα πρόσωπα που απεικονίζει. Οι κριτικοί τον επέκριναν επίσης για το γεγονός ότι φαινόταν να προσεγγίζει τα θέματά του με την ματιά ενός ξένου, όμως — χωρίς καμία αμφιβολία — ο Βρυζάκης είναι ένας από τους κύριους θεμελιωτές της νεότερης (μεταβυζαντινής) ελληνικής ζωγραφικής και συγκαταλέγεται στους κορυφαίους Έλληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα.

__________________________________________________________________________________

Το 1982, όταν το Μέγαρο Μαξίμου ορίστηκε ως έδρα του πρωθυπουργικού γραφείου, ο Ανδρέας Παπανδρέου τοποθέτησε στον τοίχο πίσω ακριβώς από την πολυθρόνα του πρωθυπουργού ένα έργο του Βρυζάκη, τον πίνακα «Η Ελλάς Ευγνωμονούσα».

Στο έργο αυτό, που φιλοτέχνησε ο Βρυζάκης το 1858, απεικονίζεται η απελευθε­ρωμένη Ελλάδα ως αρχαία κόρη, πάνω σ’ ένα σύννεφο που την κρατά υπερυ­ψωμένη και κυρίαρχη στο κέντρο του πίνακα. Φορά δάφνινο στεφάνι στα ξέπλεκα μαλλιά της, και πατά στις σπασμένες αλυσίδες των δεσμών της. Έχει τα χέρια της απλωμένα δεξιά και αριστερά, σε μία συμβολική κίνηση εναγκαλισμού αλλά και προ­στασίας πλέον όλων όσοι με θυσίες και αγώνες συνετέλεσαν στην απελευθέρωσή της, όλων όσοι εξακολουθούν να διαθέτουν τις περιουσίες τους για την ανασυγκρότησή της, όπως υποδηλώνει ο σωρός των νομισμάτων που της προσφέρεται.

Γύρω της συνωστίζονται οι γνώριμοι πρωτεργάτες της Επανάστασης, οι πρόδρομοι Ρήγας Φεραίος, Αδαμάντιος Κοραής, Αλέξανδρος Υψηλάντης, Μιχαήλ Σούτζος, οι γενναίοι αγωνιστές Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Γεώργιος Καραϊσκάκης, Οδυσσέας Ανδρούτσος, οι ήρωες των ναυτικών αγώνων Κωνσταντίνος Κανάρης, Ανδρέας Μιαούλης, Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα. Για την απόδοση των αναγνωρίσιμων φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών τους, ο Βρυζάκης χρησιμοποιεί τις προσωπογραφίες των αγωνιστών που είχε σχεδιάσει ο Krazeisen και είχαν ευρέως διαδοθεί με μία σειρά λιθογραφίων που εκδόθηκε το 1831 στο Μόναχο.

Ο Βρυζάκης, εκφράζοντας τα συναισθήματα των Ελλήνων που αισθάνονταν την ανάγκη να τιμήσουν όσους θυσίασαν τη ζωή τους για την ελευθερία, φιλοτεχνεί την αλληγορική αυτή σύνθεση, η οποία φέρνει κοντά τους έναν κόσμο ηρωικό και ανακαλεί στη μνήμη τους την εποχή των αγώνων, που ο απόηχος τους είναι ακόμα ζωντανός και καθορίζει από πολλές απόψεις τη ζωή τους. Η εικόνα ενεργεί συγκι­νησιακά και προβάλλει ένα ζήτημα ηθικής στάσης, την αναγνώριση της αρετής, την απόδοση τιμής, αλλά και τη συνειδητοποίηση της υποχρέωσης για μίμηση και συνέ­χεια. Βασικό ρόλο σ’ αυτό παίζει η δύναμη της αναπαράστασης με τα μορφολογικά της χαρακτηριστικά αλλά και οι συνειρμοί που την ακολουθούν. Δεν είναι καθόλου απίθανο να ισχύει αυτό που έχει υποστηριχθεί από πολλούς μελετητές ότι το έργο παραπέμπει στους στίχους τους αποδιδόμενους στον Ρήγα Φεραίο «Ω παιδιά μου ορφανά μου… ». Επίσης οι επισημάνσεις του Goethe, σε κείμενο σχετικό με τις λιθο­γραφίες του Krazeisen με τους Αγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης, στο οποίο αναφέρεται ότι το κοινό χρειάζεται, απαιτεί να βλέπει σε πιστές προσωπογραφίες όσους απέκτησαν ένα σημαντικό όνομα και επηρέασαν τη ζωή του, αλλά και η μακρι­νή υπόμνηση του τύπου της Παναγίας του Ισχυρού Μανδύα, με την οποία μπορεί να σχετισθεί η απεικόνιση της Ελλάδας, μεγαλύτερης σε μέγεθος από το πλήθος των αγωνιστών, που με την προστατευτική θέση των ανοικτών χεριών της δείχνει να τους σκεπάζει, διαμορφώνουν την αλληγορική λειτουργία του έργου και τον ιδεολογικό ρόλο που καλείται να παίξει. Άλλωστε οι διάφοροι τίτλοι που αποδίδονται στον πίνακα Η Ελλάς ευγνωμονούσα, Υπέρ Πατρίδος το Παν, Η Ελλάς συνάγουσα τα τέκνα της και η ευρεία διάδοσή του σε λιθογραφημένη απόδοση, αποδεικνύει την ταύτιση του κοινού με την απεικόνιση, καθώς η παράσταση εκπληρεί το αίτημα της «ελληνικής μετεπαναστατικής κοινωνίας που είχε ανάγκη να διαβάζει εικαστικά τις μεγάλες στιγμές του ελληνικού έθνους, να τις αναπολεί ως σημεία αναφοράς και να τα εξιδανικεύσει παρά να αντιμετωπίζει τη σκληρή πραγματικότητα».


Δεν υπάρχουν σχόλια: